σμάραγδος

σμάραγδος
ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α
πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία τής ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του
αρχ.
1. ως κύριο όν. ἡ Σμάραγδος
ονομασία μεταλλείων σμαράγδου στην Αίγυπτο
2. φρ. «Σμάραγδος ὄρος» — η Σμάραγδος, τα μεταλλεία σμαράγδου στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. marakatam / maraktam και ακκαδ. barraqtu, εβρ. bāreqet, τύποι οι οποίοι ανάγονται πιθ. στο σημιτικό brq «λάμπω, αστράφτω». Πρόβλημα γεννά το αρκτικό σ- τής ελλ. λ., το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα τής επίδρασης τού ρ. σμαραγῶ «αντηχώ, μουγκρίζω». Η λ. απαντά και με τις γρφ. ζμάραγδος (πρβλ. σμύρνα: ζμύρνα) και μάραγδος, η οποία προέρχεται πιθ. από την Ινδική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμάραγδος — emerald fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμάραγδος — ο είδος πολύτιμου λίθου με βαθυπράσινο χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμαράγδω — σμάραγδος emerald fem nom/voc/acc dual σμάραγδος emerald fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδοις — σμάραγδος emerald fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδου — σμάραγδος emerald fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδους — σμάραγδος emerald fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδων — σμάραγδος emerald fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδῳ — σμάραγδος emerald fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμάραγδοι — σμάραγδος emerald fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμάραγδον — σμάραγδος emerald fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”